Page 107 - Παραμυθομαγειρέματα
P. 107

Ο γερο-Καράβολας και οι δώδεκα μήνες



 Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας γέρος που τον έλε-

 γαν γερο-Καράβολα, γιατί τα μπροστινά μαλλιά του
 μαζεύονταν και έπαιρναν το σχήμα του καραβόλου.

 Έτσι, τον φώναζαν Καράβολα. Όμως του άρεσε να
 τρώει και καραβόλους.
 Μια μέρα του Φλεβάρη, λοιπόν, πήγε στο βουνό να μαζέψει καραβόλους

 για να φάει. Τον έπιασε μια ξαφνική μπόρα και μπήκε σε μια σπηλιά.
 Μπαίνοντας αντίκρισε μια φωτιά και γύρω της να κάθονται ένας κύριος

 με μια άσπρη, μακριά γενειάδα και δώδεκα παλικάρια. Τρία φορούσαν
 γούνες, τρία είχαν στα μαλλιά στεφάνια από λουλούδια, τρία είχαν στε-

 φάνια από στάχυα και τρία στεφάνια από σταφύλια.
 «Καλώς το γερούλη», είπαν τα παλικάρια. «Κάτσε να ζεσταθείς».  Ο γερο-Καράβολας τους ευχαρίστησε και τους αποχαιρέτησε. Όταν
 «Α, σας ευχαριστώ, καλά μου παιδιά».  έφτασε στο φτωχικό του, έκλεισε την πόρτα, άνοιξε το σακούλι και τι να

 Κάποια στιγμή ο κύριος με τη γενειάδα ρωτάει το γερο-Καράβολα: «Ποιο   δει!!! Ήταν γεμάτο με χρυσά φλουριά!
 μήνα αγαπάς περισσότερο;»  Σε λίγο καιρό το φτωχικό του γερο-Καράβολα έγινε ένα καινούργιο,

 Ο γερο-Καράβολας, με ευγενική και καλοσυνάτη φωνή απαντά: «Όλοι   όμορφο σπίτι, γεμάτο λουλούδια. Ζούσε ευτυχισμένος με τα παιδιά του
 οι μήνες του χρόνου είναι καλοί και ευλογημένοι. Ο Γενάρης φέρνει τα   και περνούσαν όλοι πολύ καλά. Φρόντιζε να μοιράζει τη χαρά του και τα

 χιόνια, ο Φλεβάρης την Αποκριά και τους καραβόλους, ο Μάρτης τα χε-  υπόλοιπα λεφτά του σε όσους συγχωριανούς του τα είχαν ανάγκη.
 λιδόνια, ο Απρίλης την Πασχαλιά και ο Μάης τα λουλούδια, ο Ιούνης τα   Ένας γείτονάς του, βλέποντας αυτές τις αλλαγές,τον ρώτησε με κακία:
 χρυσά στάχυα και ο Ιούλης τα θαλασσινά μπάνια, ο Αύγουστος φρούτα   «Τι συμβαίνει με σένα, πού βρήκες τόσα λεφτά; Μπας και τα ’κλεψες;»

 καλοκαιρινά και ο Σεπτέμβρης τον τρύγο, ο Οκτώβρης τις βροχές, ο Νο-  Ο γερο-Καράβολας του τα εξιστόρισε με το νι και με το σίγμα. Ο γεί-
 έμβρης τις ελιές, ε, και ο Δεκέμβρης, τι χαρά, τις μεγάλες τις γιορτές».  τονας ήταν πλούσιος, δεν είχε ανάγκη, όμως ζήλεψε, και χωρίς να χάσει

 Ο κύριος με την άσπρη γενειάδα έκανε ένα νεύμα στα παλικάρια κι εκεί-  καιρό ξεκίνησε για το βουνό. Φτάνει στη σπηλιά και τα παλικάρια τον
 να ήρθαν, κρατώντας ένα καλάθι γεμάτο καραβόλους κι ένα σακούλι.  υποδέχονται.
 «Γερούλη, αυτά είναι για σένα, καραβόλοι να μαγειρέψεις να φας, που   «Καλημέρα, γέρο, κάτσε να σε φιλέψουμε».

 σου αρέσουν, και αυτό το σακούλι θα τα ανοίξεις όταν φτάσεις στο σπίτι   «Κακή, ψυχρή κι ανάποδη, ξυλιάσανε τα χέρια μου και πάγωσαν τα
 σου και κλείσεις την πόρτα. Καλό δρόμο να ’χεις!»  πόδια μου μ’ αυτή την παλιοβροχή».


 106                                                                             107
   102   103   104   105   106   107   108   109   110   111   112