Page 52 - Παραμυθομαγειρέματα
P. 52

κι φρέσκο, άνηθο). Μία                           «Μπαμπά, γιατί τα μάτια σου είναι τόσο μεγάλα;»
                                                           ωραία σεφουκλόπιτα ή                             «Για να σε βλέπω καλύτερα!» απαντάει ο λύκος.

                                                           σεφουκλωτή, όπως τη λέ-                          «Μπαμπά, γιατί τ’ αυτιά σου είναι τόσο μεγάλα;»
                                                           με στο ωραίο μας νησί, τη                        «Για να σ’ ακούω καλύτερα, κοριτσάκι μου».
                                                           Νάξο. Έβαλε λοιπόν στο                           Μόλις πλησίαζε η Άννα-Ειρήνη, κατάλαβε τι συμβαίνει και άρχισε

                                                           καλαθάκι της την ωραία                         να φωνάζει όσο μπορούσε πιο δυνατά «Βοήθεια!». Ευτυχώς ήταν εκεί
                                                           σεφουκλόπιτα και ρόδια                         κοντά άλλος ένας ξυλοκόπος. Άκουσε τις κραυγές της Άννας-Ειρήνης,

                                                           από τη ροδιά του κήπου                         άρπαξε το τσεκούρι κι έτρεξε σαν αστραπή να πάει να δει τι συμβαίνει.
            και πήρε το δρόμο για το βουνό, αφού πρώτα άκουσε τις συμβουλές της                           Όρμησε στο λύκο, του έδωσε μια δυνατή στο κεφάλι. Ύστερα του έδωσε

            μητέρας της. Υποσχέθηκε ότι θα προσέχει πολύ, και ότι δεν θα μιλήσει                          μια δυνατή στην κοιλιά και πετάχτηκε από μέσα γερός και δυνατός ο
            σε αγνώστους. Περπατούσε με βιαστικά βήματα. Και ο παραμικρός θό-                             μπαμπάς της Άννας-Ειρήνης.

            ρυβος την τρόμαζε, γι’ αυτό ευχόταν να δει το συντομότερο δυνατόν τον                           «Ευχαριστώ πολύ, συνάδελφε», είπε ο μπαμπάς στον ξυλοκόπο.
            πατέρα της. Ξαφνικά πετιέται μπροστά της ένας λύκος. Το κορίτσι τον                             «Ευτυχώς που ήμουν κοντά».
            κοίταξε καλά και τον ρώτησε:                                                                    «Κατά βάθος φοβήθηκα πολύ, και τώρα αισθάνομαι αδύναμος και

              «Μήπως είσαι λύκος;»                                                                        πεινασμένος».
              «Ναι, αλλά είμαι καλός λύκος!» απαντάει εκείνος. «Πού πας με αυτό                             Έφυγαν, λοιπόν, και οι τρεις και γύρισαν στο σπίτι, που ήταν έτοιμο το

            το ωραίο καλάθι;»                                                                             τραπέζι της μαμάς, σωστός πίνακας ζωγραφικής, με πιατέλα με φρέσκα
              «Πάω να βρω τον μπαμπά μου, που κόβει ξύλα».                                                φρούτα, ρόδια και μήλα, ένα μπολ με φρεσκοκομμέ-
              «Τι έχει μέσα το καλάθι;» ρωτάει ο λύκος.                                                   νη σαλάτα (μαρούλι, λάχανο, σπανάκι, ντομάτα,

              «Σεφουκλόπιτα, που έχει φτιάξει η μαμά, και ρόδια», απαντάει η                              πιπεριά, κρεμμύδι) και μια μεγάλη πιατέλα με ένα
            Άννα-Ειρήνη.                                                                                  κατσίκι ψημένο στο φούρνο γεμιστό με χόρτα και ρύζι.

              Περπατούσαν λοιπόν μαζί, μέχρι που η Άννα-Ειρήνη σκέφτηκε να στα-                           Το λέμε «μπατούδο» και το φτιάχνουμε συνήθως τη Δευ-
            ματήσει να μαζέψει λουλούδια, μήπως τον ξεφορτωθεί. Και πράγματι,                             τέρα του Πάσχα. Η μητέρα, σαν να ήξερε τι είχε
            έτσι έγινε. Ο λύκος χάθηκε.                                                                   γίνει, είχε ετοιμάσει γιορτινό τραπέζι. Κάθισαν

              Επιτέλους ακούστηκε και το πριόνι του μπαμπά. Κρατώντας το καλάθι                           λοιπόν όλοι μαζί, έφαγαν και είπαν την ιστορία στα υπόλοιπα μέλη της
            σφιχτά, τρέχει να αγκαλιάσει τον μπαμπά της.                                                  οικογένειας. Υποσχέθηκαν οι δύο ξυλοκόποι ότι κάθε χρόνο τέτοια μέρα

              «Έλα, χρυσό μου», ακούει  μια βραχνή φωνή να της λέει. Καθώς γυ-                            θα συναντιούνται και θα τρώνε μαζί, σαν να είναι μέρα γιορτής. Και
            ρίζει ο μπαμπάς της, καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά.                                     ζήσαν λοιπόν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

              «Μη με πλησιάζεις, γιατί έχω κρυώσει λίγο και θα σε κολλήσω».                                                                             Μουστάκη Άννα-Ειρήνη


            52                                                                                                                                                                 53
   47   48   49   50   51   52   53   54   55   56   57